καλλ-

καλλ-
καλάϊνος, καλλ-
Grammatical information: adj.
Meaning: `blue-green, bluish', of stones, earthenware etc. (PSI 4, 396, 9 [IIIa], Peripl. M. Rubr. 39 [cod. καλλεανός], AP, Dsc.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Adj. in -ινος, seemingly from κάλλαις `blue-green stone, turquoise' (Plin. NH 37, 151), but this could also be a backformation. Bezzenberger in Fick 2, 73 and Prellwitz 205: to κάλλαιον `cock's comb, the feathers of a cock' and καλαΐς `hen' (s. vv.).
Page in Frisk: 1,759

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καλλ(ι)- — (Μ καλλ[ι] ) α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται το επίθ. καλός σε πολλές λ. κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής, ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνότερα το καλ(ο) *. Το καλλ(ι) εμφανίζει αναδιπλασιασμένο λ , η ερμηνεία τού οποίου είναι αβέβαιη.… …   Dictionary of Greek

  • κἄλλ' — ἄλλα , ἄλλος y neut nom/voc/acc pl ἄλλο , ἄλλος y neut nom/voc/acc sg ἄλλε , ἄλλος y masc voc sg ἄλλαι , ἄλλος y fem nom/voc pl ἄλλᾱͅ , ἄλλος y fem dat sg (doric aeolic) ἐλλέ , ἑλλός a young deer masc voc sg ἐλλά , ἐλλός a young deer neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἆλλ' — ἄλλα , ἄλλος y neut nom/voc/acc pl ἄλλο , ἄλλος y neut nom/voc/acc sg ἄλλε , ἄλλος y masc voc sg ἄλλαι , ἄλλος y fem nom/voc pl ἄλλᾱͅ , ἄλλος y fem dat sg (doric aeolic) ἀλλά , ἀλλά otheruise indeclform (adverb) ἐλλέ , ἑλλός a young deer masc voc …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλίων — καλλίων, κάλλιον (AM) ωραιότερος, καλύτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο συγκριτικός βαθμός καλλίων και ο υπερθετικός κάλλιστος τού επιθ. καλός εμφανίζουν θ. καλλ με διπλό λ , που είτε οφείλεται στον λεγόμενο «εκφραστικό αναδιπλασιασμό» (προσπάθεια τών ομιλητών… …   Dictionary of Greek

  • ευκαλλώπιστος — εὐκαλλώπιστος, ον (Α) ωραία καλλωπισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + καλλ ώπιστος (< καλλ ωπίζω), πρβλ. α καλλ ώπιστος] …   Dictionary of Greek

  • έσπερος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος ή αδελφός του Άτλαντα, πατέρας των Εσπερίδων. Ο Όμηρος τον αναφέρει ως το ωραιότερο από τα άστρα. Τα ονόματα Έ. και Εωσφόρος αφορούν την Αφροδίτη. II Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Παμφυλία… …   Dictionary of Greek

  • περισκεπής — ές, Α 1. ο σκεπασμένος ολόγυρα, καλυμμένος ολόγυρα, στεγασμένος τελείως («ὄρος θάμνοισι περισκεπές», Καλλ.) 2. αυτός που καλύπτει, που προστατεύει ολόγυρα («πύργοισιν περισκεπέεσιν», Καλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σκεπής (< σκέπας «κάλυμμα,… …   Dictionary of Greek

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

  • χήρος — (I) ήρα, ον, και ποιητ. τ. θηλ. χήρη, Α μτφ. έρημος, στερημένος (α. «χῆρος βίος», Καλλ. β. «χήρα εὐνή», Καλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χήρα. Το επίθ. έλαβε μτφ. τη σημ. «στερημένος, έρημος»]. (II) ο / χῆρος, ΝΜΑ άνδρας που έχει χάσει την σύζυγό του και… …   Dictionary of Greek

  • DECRESCERE — apud Tertullian. de Poenit. c. 11. Ad omnem occur sum maioris cuiusque personae decrescentes: eleganter, pro corpus inclinare, se submittere, venerationi testandae, Graecae ταπηνοῦςθαι, ὑποπιπτειν et ὑποκόπτειν: quibus opponit Diod. ὑπερέχειν ubi …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Λητώος — Λητῷος, δωρ. τ. Λατῷος, ῴα, ον, θηλ. και Λητωϊάς, άδος και Λητωΐς, δωρ. τ. Λατωΐς, ίδος (Α) [Λητώ] 1. αυτός που ανήκει στη Λητώ ή αυτός που έχει γεννηθεί από τη Λητώ («καὶ γὰρ ἐγὼ Λητωϊὰς ὥσπερ Ἀπόλλων», Καλλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. α) τὸ Λητῷον ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”